ορμέμφυτος

ορμέμφυτος
-η, -ο
1. αυτός που συμβαίνει από φυσική ορμή, από ένστικτο, ενστικτώδης.
2. ως ουσ., ορμέμφυτο, το ένστικτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορμέμφυτος — η, ο 1. αυτός που εκδηλώνεται από αυτόματη φυσική ορμή και όχι μετά από σκέψη, ενστικτώδης 2. το ουδ. ως ουσ. το ορμέμφυτο η φυσική ιδιότητα που υπάρχει στους ανθρώπους και στα ζώα και η οποία τούς παρακινεί να ενεργούν ενστικτωδώς, το ένστικτο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”